ιθύκυφος

ιθύκυφος
ἰθύκυφος, -ύφη, -ον (Α)
(για το άνω τμήμα τής σπονδυλικής στήλης)
αυτός που σχηματίζει κοιλότητα στο μπροστινό μέρος, αυτός που φαίνεται ευθύς από μπροστά και κυρτός προς τα πίσω από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κυφός «σκυμμένος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰθυκύφη — ἰθύκυφος frontally concave fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιθυκυφής — ἰθυκυφής, ές (Α) βλ. ιθύκυφος …   Dictionary of Greek

  • ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”